DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V X Y   <<  >>
Terms for subject Labor law (879 entries)
arbetskläder ρούχα της δουλειάς
arbetskläder στολή εργασίας
arbetskontoret Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού
arbetskontoret Υπηρεσία Απασχολήσεως
arbetskostnad κόστος της εργασίας
arbetskraft ενεργός πληθυσμός
arbetskraft το εργατικό δυναμικό
arbetskrav επαγγελματικά προσόντα
arbetskrav τα προσόντα που απαιτεί μια θέση εργασίας
arbetsmetod μέθοδος εργασίας
arbetsmetod εργασιακή μέθοδος
arbetsmiljö περιβάλλον εργασίας
arbetsmiljö χώρος εργασίας
Arbetsmiljöverket Σουηδικός οργανισμός για το εργασιακό περιβάλλον
arbetsnedläggelse παύση εργασίας
arbetsnorm κανόνας εργασίας
arbetsobjekt προϊόν εργασίας
arbetsoperation λειτουργία
arbetsperiod χρονική περίοδος της ημέρας που καταλαμβάνει η εργασία
arbetsplats θέση εργασίας