DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N P R S T U V W Y Ö   <<  >>
Terms for subject Politics (1998 entries)
arbetsgruppen för produkter med säkerhetsbrister Ομάδα "Ευθύνη λόγω ελαττωματικών προϊόντων"
arbetsgruppen för skydd av enskilda med avseende på behandlingen av personuppgifter Ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
arbetsgruppen för yttre gränsfrågor Ομάδα "Εξωτερικά σύνορα"
Arbetsgruppen om Mellanöstern Ομάδα εργασίας για τη Μέση Ανατολή
arbetsgruppen vid den parlamentariska stabiliserings- och associeringskommittén för EU-Montenegro Ομάδα εργασίας στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ΕΕ-Μαυροβουνίου
Arbetsgruppen vid den parlamentariska stabiliserings- och associeringskommittén för EU-Montenegro Ομάδα εργασίας στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Σταθεροποίησης και Σύνδεσης ΕΕ-Μαυροβουνίου
arbetsläget i andra rådskonstellationer πρόοδος των εργασιών άλλων συνθέσεων του Συμβουλίου
arbetsmarknadsfrågor och sociala frågor Εργασία και Κοινωνικές Υποθέσεις
arbetsordning Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
arbetsordning Κανονισμός
arbetssätt λειτουργία
arbetsvecka εβδομάδα κοινοβουλευτικής δραστηριότητας
årlig politisk strategi ετήσια στρατηγική πολιτικής
årlig verksamhets- och övervakningsrapport ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και ελέγχου
årlig verksamhets- och övervakningsrapport ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και παρακολούθησης
artikel 29-gruppen Ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα
artikel 6-kommittén Επιτροπή του άρθρου 6
återförvisning till utskott αναπομπή σε επιτροπή
autentisk text αυθεντικό κείμενο
av besparingsskäl kommer endast dokument som har framställts veckan före mötet att finnas tillgängliga i möteslokalen Προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες, στην αίθουσα διανέμονται μόνον τα έγγραφα της εβδομάδας που προηγείται της συνεδρίασης