Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Å Ä Ö
<<
>>
Terms for subject
General
(15285 entries)
sprängmedel som inte exploderat
μη εκραγείς μηχανισμός
sprängning
ρήξη,έκρηξη
sprängverkan
αποτέλεσμα εκρηκτικού κύματος πιέσεως
Spray för munhålan, lösning
Στοματικό εκνέφωμα, διάλυμα
Spray för munhålan, lösning
Στοματικό εκνέφωμα
sprayburk i tunnplåt
δοχείο για αεροζόλ από λευκοσίδηρο
spricka
γεωλογικό ρήγμα
spricka
κόβω
spricka
κόψιμο
spricka
ρήγμα
spridd
μοιρασμένος
spridning
διάδοση
spridning
μοίρασμα
spridning av massförstörelsevapen
διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής
spridningseffekt
εκχείλιση λειτουργιών
springa
αναπηδώ
sprinkelsystem
σύστημα καταιωνισμού σπρίνκλερ
spritdrycker
πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση
St.John's ambulance
Τάγμα των Ιωαννιτών
stå
στέκομαι
Get short URL