DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M NPR S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Energy industry (1034 entries)
spetskraft συμπληρωματική ηλεκτρική ενέργεια
spetslastpump αντλία αιχμής
spillvärme απορριπτόμενη θερμότητα
stall αποδέσμευση
stegformig ändring βηματική αλλαγή
stenkol λιθάνθρακας
stödprogram καθεστώς στήριξης
stödsystem καθεστώς στήριξης
stödsystem σύστημα στήριξης
stoftavskiljare κονιοσυλλέκτης
stort vindkraftverk ανεμογεννήτρια μεγάλης ισχύος
stort vindkraftverk γιγάντια ανεμογεννήτρια
strålningsenergimängd ποσότητα ακτινοβόλου ενεργείας
strålningsmängd ποσότητα ακτινοβόλου ενεργείας
strålningsstyrka ένταση ακτινοβολίας
strålningsutbyte απόδοση ακτινοβολίας
strålskydd ασφάλεια έναντι των ακτινοβολιών
strömanslutning ρευματολήπτης
strömbelastningsförmåga μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
strömbelastningsförmåga δυναμικότητα μεταφοράς ρεύματος