Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Å Ä Ö
<<
>>
Terms for subject
General
(15285 entries)
korsöversättare
Διασυμβολομεταφραστής
kort
εισιτήριο επικοινωνίας
kort
σύντομα
kort
σύντομος
kort enskottsvapen med centralt perkussionslås
βραχύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με κεντρική επίκρουση
kort för person som deltar i rörlighet över gränserna
κάρτα ατόμου υπό καθεστώς κινητικότητας
kort halvautomatiskt vapen
βραχύκαννο ημιαυτόματο πυροβόλο όπλο
kort repetervapen
βραχύκαννο επαναληπτικό πυροβόλο όπλο
korta upprepade arbetsmoment
σύντομα επαναληπτικά καθήκοντα
korttidsanställning
εργασία με μειωμένο ωράριο
kortvarig
βραχυπρόθεσμος
korv
λουκάνικο
Kosovos befrielsearmé
Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου
Kosovostyrkan
διεθνής ειρηνευτική δύναμη στο Κοσσυφοπέδιο
kosta
κοστίζω
kostnad för användaren
κόστος για το χρήστη
kostnad för försäkring mot enkla risker
skador,stöld,brand
έξοδα ασφάλισης για την κάλυψη απλών κινδύνων
kostnadskriterium
κριτήριο χαμηλότερου κόστους
kostsam
ακριβός
kostym
κοστούμι
Get short URL