Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z Å Ä Ö
<<
>>
Terms for subject
Law
(10741 entries)
klientmedelskonto
καταπιστευτικός λογαριασμός
kodificering
κωδικοποίηση
kodifierad version
κωδικοποιημένο κείμενο
kodifieringsdirektiv
κωδικοποιητική οδηγία
kodifieringsrättsakt
πράξη κωδικοποίησης
kol- och stålgemenskapen
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
köldtillägg
επίδομα παγετού
kollega
συνάδελφος
kollegialitetsprincipen
αρχή της συλλογικότητας
kollegium
συλλογικό όργανο
kollektiv arbetsrätt
δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
kollektiv arbetsrätt
συλλογικό εργατικό δίκαιο
kollektiv egendom
συλλογική ιδιοκτησία
kollektiv prövning
συλλογική έννομη προστασία
kollektiv talan
συλλογική προσφυγή
kollektiv talan
συλλογική αγωγή
kollektivavtal
συλλογική συμφωνία
kollektivavtal
συμφωνία συλλογικής διαπραγμάτευσης
kollektivavtal om socialförsäkring
ομαδική σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης
kollektivavtal om socialförsäkring
συλλογική σύμβαση με αντικείμενο την Κοινωνική Ασφάλιση
Get short URL