Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Å Ä Ö
<<
>>
Terms for subject
Metallurgy
(6419 entries)
inmatad effekt
εισαγόμενη ενέργεια
inmatad effekt
ισχύς κατανάλωσης
inmatningsslipning
ακτινική λείανση
innermunstycke
ακροφύσιο κοπής
inre kona
εσωτερικός κώνος
inre kona
θηλυκός κώνος του άκρου του ηλεκτροδίου
inre kylrör
σωλήνας ψύξεως ηλεκτροδίου
inre kylspricka
εσωτερική ψύξη
inre skärmunstycke
ακροφύσιο κοπής
inre spänning
εσωτερική τάση
inre spricka
τριχοειδής ρηγμάτωση
inre spricka
εσωτερική σχισμή
inre spricka
τριχοειδής εσωτερική ρηγμάτωση
inre spricka
εσωτερική ρηγμάτωση
inre valsspricka
εσωτερική ρωγμή
insats
επιπρόσθετο εξάρτημα μπουκαδούρας
insats
επιπρόσθετο τεμάχιο τροφοδοσίας
insats
επιπρόσθετο τμήμα μπουκαδούρας
insats
ένθετη μήτρα σφυρηλασίας
inskjutare
διωστήρας
Get short URL