DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M NPR S T U V W X Y Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Industry (13304 entries)
gemenskapskod κοινοτικός κωδικός
generatorgasskötare χειριστής γκαζοζέν
generatorgasskötare Γκαζιέρης
genomblåsning ξεφύσημα κυλίνδρου
genomlopp διώρυγακλιβάνου
genomlopp λαιμός
genomsågning πριόνισμα από την μια μεριά στην άλλη
genomsipprande färg Στάξιμο μεταξοτυπίας
genomslag διείσδυση
genomslag τρύπημα
genomslag έκχυση
genomslagspapper χαρτί για παραγωγή αντιγράφων με καρμπόν
genomsnittsnummer μέσος όρος τίτλου
genomsnittssnodd μεσαία στρίψη
genomstick Κάθετη εγκοπή πριονιού καταδυτική εγκοπή πριονιού
genomsyning ράψιμο μέσα έξω
genomsyning μοντάρισμα flexible
genomsynligt glas διαφανές γυαλί
genomsytt ράψιμο μέσα έξω
genuasammet βελούδο διαποίκιλτο