DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Mechanic engineering (6929 entries)
fäste för utbalanseringslina ανάρτηση κάτω συρματόσχοινου
fäste för utbalanseringslina ανάρτηση συρματόσχοινου αντιστάθμισης
fasthållningsskiva πλάκα συγκράτησης
fästjärn γλωσσίδα
fästnit ήλος συναρμογής
fastspänning μοντάρω
fastspänning συσφίγγω με δίσκο
fastspänning mellan dubbar στερεώνω μεταξύ ακίδων
fastspänningsanordning εξοπλισμός συγκράτησης
fastspänningsanordning εργαλείο συγκράτησης
fastspänningsanordning εργαλείο τοποθέτησης και σταθεροποίησης
fastspänningsanordning διάταξη στερέωσης
fastspänningsanordning μηχανισμός σύσφιξης
fastspänningsanordning för arbetsstycke διάταξη στερέωσης του κατεργαζόμενου κομματιού
fastspänningsdorn δίσκος που φέρει το κομμάτι
fastspikning κάρφωμα,καθήλωσις
fatpump αντλία για το άδειασμα βαρελιών
feljustera απορρυθμίζω
fibröst isolermaterial ινώδες μονωτικό υλικό
filborste μεταλλική βούρτσα για το καθάρισμα των λιμών