Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z Å Ä Ö
<<
>>
Terms for subject
Law
(10741 entries)
fast anställning efter prövotid
οριστική πρόσληψη
fast arbete
σταθερή θέση εργασίας
fast arbete
σταθερή απασχόληση
fast egendom
δικαίωμα σε περιουσία
fast egendom
περιουσία
fast lön
σταθερές αποδοχές
fast lön
σταθερός μισθός
fast lön
μισθός κατ'αποκοπή
fast rättspraxis
σταθερή νομολογία
fast rättspraxis
πάγια νομολογία
fasthållningsanordning
συσκευή για την απόσβεση των κραδασμών
fasthållningsanordning
σύστημα συγκράτησης
fastighetsregister
κτηματολόγιο/μητρώο ακινήτων
fastighetsregistrering
εγγραφή-καταχώρηση στο κτηματολόγιο
fastpriskontrakt med regleringsklausul
συμβόλαιο κατ'αποκοπή με μεταβλητή ρήτρα
fastställa
αναγνωρίζω
fastställa
επικυρώ
fastställa
παγιώνω
fastställa borgenärernas inbördes rätt till betalning
κατατάσσω τους δανειστές πτώχευσης
fastställa borgenärernas inbördes rätt till betalning
κατατάσσω τους πιστωτές πτώχευσης
Get short URL