DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O PR S T U V W X Y Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject General (15285 entries)
avfyringsberedd ετοιμότητα για βολή
avfyringsberedskap ετοιμότητα πυρός
avgå αναχωρώ
avgående domare kan utnämnas på nytt επιτρέπεται ο επαναδιορισμός εξερχομένων δικαστών
avgång αναχώρηση
avgångstullkontor τελωνείο αναχώρησης
avgas Kαυσαέρια καμινάδας
avge εκπέμπω
avge ett yttrande διατυπώνω γνώμη
avge sin röst ψηφίζω
avge yttranden på begäran av rådet διατυπώνει γνώμες κατόπιν αιτήσεως του Συμβουλίου
avgöra αποφασίζω
avgöra vissa grupper av ärenden η εκδίκαση ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων
avgränsad bibliografi στοιχειώδης βιβλιογραφία
avgränsad bibliografi περιληπτική βιβλιογραφία
avkolning αποκαρβιδίωση
avkomling απόγονος
avlägset μακρινός
avläsning διάβασμα
avledning παράγωγη λέξη