DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Agriculture (12006 entries)
enmäskförfarande μέθοδος ζυθοποίησης με μια διαβροχή
enografi οινογραφία
ensädesbruk μονοκαλλιέργεια
ensidig växtföljd μονοκαλλιέργεια
ensilage packat i plastslang σωληνωτό πλαστικό φύλλο ενσίρωσης
enskärig plog απλό άροτρο
enskiktad μονόροφος
enskild box ατομικό διαμέρισμα
entanksmetod μέθοδος με μια δεξαμενή
entrecôte (med fem revben) κόντρα μπριζόλα ; σπαλομπριζόλα
entreprenör δασοκτήμων
epinasti επιναστία
erectumkorn κριθάρι με πλατύ στάχυ
erectumkorn ποικιλία δίστοιχου κριθαριού
erinose ερίνωση
erosionsskyddande vegetationsremsa ζώνη ανασχέσεως
ersättning per djur κατά κεφαλήν ενίσχυση' ενίσχυση κατά κεφαλήν
ersättningsdjur ζώα αντικατάστασης
essentiellt näringsämne θρεπτικό συστατικό
esteraktig lukt och smak γεύση εστέρα