DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Agriculture (12006 entries)
filtrerande lager αποστραγγιστικό στρώμα
filtrerbar διηθήσιμος
filtrerbar διηθητός
filtreringsdeg διηθητικός πολτός
filtreringstid χρόνος διήθησης
fin λεπτός
finess λεπτότητα
fingrat blad ακρόσχιστος
fingrat blad επίφυλος
finhackad halm ψιλοκομμένος σανός
finkel ανώτερες αλκοόλες του οίνου
finkel φλέγμα
finkelalkohol ανώτερες αλκοόλες του οίνου
finkornigt frö λεπτοί σπόροι
finmalet mjöl αλεύρι δημητριακών
finporigt filter λεπτό φίλτρο
finsnittare ριζοκόπτης λεπτός
fiskbenssystem δίκτυον μορφής σκελετού ιχθύος
fiskeintensitet ένταση αλιείας
fiskfälla φράγμα