DictionaryForumContacts

   Swedish Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V WY Z Å Ä Ö   <<  >>
Terms for subject Transport (14989 entries)
allmänflyg γενική αεροπορία
allmänna tillståndet är uppenbart undermåligt πλοίο που "σαφώς δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα"
allmänt granskningsförfarande Κοινή διαδικασία αναθεώρησης
allmänt transportföretag δημόσια μεταφορική εταιρεία
allrött καθολική κόκκινη ένδειξη
allrött ολικό κόκκινο
allrött ολικόν ερυθρόν
allround operation αποστολή εξυπηρέτησης
allround operation ρόλος ωφελείας
allvädershelikopter ελικόπτερο παντός καιρού
allvädersoperation αποστολή παντός καιρού
allvädersoperation εκμετάλλευση παντός καιρού
allvädersoperation επιχείρηση παντός καιρού
allvädersväg οδός ολοχρονίου χρήσεως
allvädersverksamhet επιχείρηση παντός καιρού
allvädersverksamhet αποστολή παντός καιρού
allvädersverksamhet εκμετάλλευση παντός καιρού
alternativa procedurer διαδικασία έκτακτης ανάγκης
alternativbränslefordon όχημα εναλλακτικών καυσίμων
alternativflygplats αεροδρόμιο εναλλαγής