DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V X Y   <<  >>
Terms for subject Labor law (879 entries)
processoberoende kompetens μη ειδικά επαγγελματικά προσόντα
processövervakningsarbete μη αυτοματοποιημένη διαδικασία ελέγχου
processrelaterad kompetens ειδικά επαγγελματικά προσόντα
programmet med syfte att förbättra arbetarskyddet, särskilt i små och medelstora företag Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
projekt som syftar till att skapa nya verksamheter σχέδια που αποσκοπούν στη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων
provningskrav νόρμες που αναφέρονται στον έλεγχο του ατομικού εξοπλισμού
Quebecs arbetarförbund Ομοσπονδία Εργατών και Εργατριών του Κεμπέκ
räddningssele εξάρτηση διάσωσης
Rapport från Kommissionen Sysselsättning i Europa έκθεση της Επιτροπής
rätt till inresa och vistelse för anställning αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης
rättvisa arbetsnormer δίκαιες προδιαγραφές εργασίας
reaktiveringskurs μαθήματα επιμόρφωσης
reaktiveringskurs μαθήματα επαγγελματικής επιμόρφωσης
regelbunden arbetstid εργασία με σταθερό ωράριο
regional arbetsmarknadsmyndighet Τοπικό Γραφείο Απασχόλησης
regionala arbetsmarknadsstyrelsen Περιφερειακή Διεύθυνση Απασχόλησης
regioner där det råder allvarlig brist på sysselsättning περιοχές στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση
regler om likabehandling κανόνας περί ίσης μεταχείρισης
regummeringsföretag αναγομωτής
rekommenderad belysningsstyrka συνιστώμενος φωτισμός