DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Law (10741 entries)
parlamentskonferens Διάσκεψη των Κοινοβουλίων
parlamentskonferens "Assises"
part μέρος
part i ett kollektivavtal μέρος της συλλογικής σύμβασης
part i målet διάδικος
parternas vilja βούληση των μερών
parters fria vilja αυτονομία των βουλήσεων
partiell arbetslöshetsersättning επίδομα μερικής ανεργίας
partiell avtalsuppgörelse μερική συμφωνία
partiell revision μερικός έλεγχος
partikelfiltermask μάσκα προστασίας από τη σκόνη
partnerskapsfranchise franchising συνομοσπονδίας ή συμμαχίας
partnerskapsfranchise συνεταιρική ενοποιημένη παρουσία
partsautonomi ελευθερία της ιδιωτικής βούλησης
partsautonomi ιδιωτική αυτονομία
partsautonomi αυτονομία των μερών
partsvilja βούληση των μερών
passfrihet απαλλαγή από υποχρέωση κατοχής διαβατηρίου
passiv delägare αφανής εταίρος
passiv försäljning παθητικές πωλήσεις