DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Transport (14989 entries)
offentlig tidtabell δημοσιευμένο δρομολόγιο
officiell bränsleförbrukning επίσημη κατανάλωση καυσίμου
officiellt godkänd organisation επίσημα εγκεκριμένος οργανισμός
officiellt specifikt koldioxidutsläpp επίσημες ειδικές εκπομπές CO2
offshore-anläggning τερματικός σταθμός μακρυά από τις ακτές
offshore-anläggning τερματικός σταθμός πέρα από τις ακτές
offshore-anläggning υπεράκτια εγκατάσταση
offshore-anläggning υπεράκτιος τερματικός σταθμός
offshoreanläggning υπεράκτιος τερματικός σταθμός
offshoreanläggning τερματικός σταθμός μακρυά από τις ακτές
offshoreanläggning τερματικός σταθμός πέρα από τις ακτές
offshoreanläggning υπεράκτια εγκατάσταση
oförutsett avbrott απρόοπτη βλάβη
ofrivilligt igångsättande άκαιρη επανεκκίνηση
öhållplats νησίδα στάσεων
oidentifierat luftfartyg αεροσκάφος άγνωστης ταυτότητας
ok γωνιωτό ζύγωθρο
ok γωνιωτός μοχλοβραχίονας
ok ζύγωθρο
ökad bankningsvinkel αυξημένη γωνία κλίσης