DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V X Y   <<  >>
Terms for subject Labor law (879 entries)
olycksanmälan γνωστοποίηση ατυχήματος
olycksbekämpning πρόληψη ατυχημάτων
olycksfall som medför driftstopp ατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
olycksfallsanmälan γνωστοποίηση ατυχήματος
olyckshändelse ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες
olyckshändelse som medför driftstopp ατύχημα που συνεπάγεται διακοπή της εργασίας
olycksorsak αιτία ατυχήματος
olyckstendens ροπή προς ατυχήματα
olyckstendens τάση προς ατυχήματα
olyckstillbud ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες
önocyanin οινοκυανιδίνη
operation επιχείρηση
operatör χειριστής
operatörsstyrt arbete μηχανοποιημένη εργασία
otillräcklig yrkesskicklighet επαγγελματική ανεπάρκεια
otrygg anställning εργασιακή ανασφάλεια
otrygghet i anställningen αστάθεια της απασχόλησης
otryggt arbete εργασιακή ανασφάλεια
överlevnadsdräkt προστατευτική στολή
överlevnadsväst γιλέκο επιβίωσης