DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Insurance (1314 entries)
lös egendom och personligt lösöre οικοσκευές και προσωπικά είδη
lösörepremie ασφάλιστρο περιεχομένου
loss development διορθωτική εκτίμηση για αρχική πρόβλεψη ύψους ζημιάς
loss lag διορθωτική εκτίμηση για αρχική πρόβλεψη ύψους ζημιάς
loss loading επιβάρυνση ασφαλίστρου λόγω ζημιών
managing agent άτομο που διευθύνει ένα συνδικάτο των Λόυδς
manko εμπορικές ζημίες
marknadsfönster δεύτερη θυρίδα
markriskförsäkring κίνδυνοι εδάφους
maskinavbrottsförsäkring κάλυψη απώλειας κερδών σε ασφαλιστήριο μηχανικών βλαβών
matematisk avsättning μαθηματικό αποθεματικό
maximal teckningskapacitet inom ett kvarter ανώτατο όριο ασφάλισης ενός συγκεκριμένου τετραγώνου κτιρίων
maximaltabell πίνακας ορίων αποδοχής κινδύνων
med global täckning από οποιοδήποτε μέρος της γης σε οποιοδήποτε μέρος της γης
medlemskap σύνδεσμος
medlemskap θυγατρική σχέση
medlemsstat där risken är belägen κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται ο κίνδυνος
medlemsstat för åtagandet κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης
member of Lloyd's μέλος των Λόυδς
membran αεροστεγές πώμα