DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V X Y   <<  >>
Terms for subject Labor law (879 entries)
ljudfält på arbetsplats ακουστικό πεδίο της θέσης εργασίας
löneförskott προκαταβολή μισθού
lönenedsättning på grund av ålder περικοπή μισθού λόγω ηλικίας
lönesänkning μείωση των μισθών
lönesänkning μείωση του μισθού ενός εργαζομένου
luftrum όγκος αέρα
maskinbundet arbete ημιαυτοποιημένη εργασία
maskningsaktion λευκή απεργία
maskningsaktion αφανής απεργία
mekanisk svängning μηχανική δόνηση
mekanisk verkstad συνεργείο μηχανικών κατασκευών
mekanisk verkstad συνεργείο μεταλλικών κατασκευών
mekanisk verkstad συνεργείο σιδηρών κατασκευών
mentorskap καθοδήγηση
meritvärdering αξιολόγηση βασισμένη στην απόδοση
metodtidmätning "Motion Time Measurements"
mindre olycka ελαφρό ατύχημα
minimitid för exponering χρόνος έκθεσης σε κίνδυνο
minsta erforderliga provvolym ελάχιστος απαραίτητος όγκος δείγματος
moment μονάδα έργου