DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N P R S T U V W Y Ö   <<  >>
Terms for subject Energy industry (1034 entries)
komprimerad naturgas πεπιεσμένο φυσικό αέριο
kondenserad naturgas υγροποιημένο φυσικό αέριο
Kontoret för Euratoms säkerhetskontroll Υπηρεσία Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ
kontroll efter bestrålning εξέταση μετά την ακτινοβόληση
kontrollkrav υποχρέωση ελέγχου διασφαλίσεων
konvektionsström ρεÙμα μεταφοράς μάζας
konventionella fossila bränslen συμβατικό ορυκτό καύσιμο
konversionsraktor αντιδραστήρας μετατροπής
konverterreaktor αντιδραστήρας μετατροπής
kortslutningsspänning ρεÙμα βραχυκυκλωμένου κυκλώματος
kortslutningsspänning φωτορεÙμα βραχυκυκλωμένου κυκλώματος
Kosovos elbolag Επιχείρηση Ηλεκτροδότησης του Κοσσυφοπεδίου
kraftgenerator ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος ισχύος
kraftlinje δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας
kraftstation μονάδα παραγωγής ενεργείας
kraftvärme μικτή παραγωγή ηλεκτρισμού-θερμότητας
kraftvärme συμπαραγωγή ηλεκτρισμού-θερμότητας
kraftvärme συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας
kraftverk μονάδα παραγωγής ενεργείας
kraftverk för integrerad kolförgasning ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός IGCC