DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Forestry (3157 entries)
jakt θήρα
jaktarrende άδεια κυνηγιού
jämndragen ισιωμένος
jämndragen πεπλατυσμένος
Jämndragning (av högar) ίσιωμα μιας πλευράς
jämnhet ομοιογένεια
jämnkapad stock ομοιόμορφα κομμένο κορμοτεμάχιο
jämvikt ισορροπημένος
japansk lärk ιαπωνική λάρικα
järpe αγριόκοτα
järv λαίμαργος
järv αχόρταγος
jeepdunk δοχείο βενζίνης
jordad (om ström) γειωμένος
jordborr τριβέλλες
jordgubbsträd αγριοκουμαριά
jordgubbsträd κόμαρος η κοινή
jordkällare λασποκαλύβα
jordlott έκταση
jordlott ειδικά σε ένα αγρόκτημα που προορίζεται για δασική καλλιέργεια