DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Mechanic engineering (6929 entries)
individuell luftmodul συσκευή ατομικού αερισμού
inducerad spänning vid omättad maskin σύγχρονη ηλεκτρεγερτική δύναμη
inducerat tryck επαγόμενη πίεση
induktorgenerator γεννήτρια μεταβλητής μαγνητικής αντίδρασης
induktormaskin επαγώγιμη μηχανή
induktorslinga έλιγμα επαγωγέα
infallen kant efter avsmältning Γυρισμένα άκρα
infällningsanordning μηχανισμός ανάσυρσης
infällningsreglage μοχλός ανάσυρσης
infallsvinkel γωνία προσπίπτοντος ανέμου
infallsvinkel γωνία πρόσπτωσης
informationsgivare αισθητήριο
ingångsprofil till hisskorg επένδυση εισόδου
ingjuten μηχανή με εγκιβωτισμένα τυλίγματα με πλαστικό
ingjuten isolering πακτωμένη μόνωση
ingreppskoppling συμπλέκτης στιγμιαίας μεταφοράς κίνησης
ingreppslinje γραμμή δράσης
ingreppssträcka ενεργό τμήμα της τροχιάς επαφής
ingreppssträcka τροχιά επαφής
inkopplingsström ρεύμα εκκινήσεως