DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V X Y   <<  >>
Terms for subject Labor law (879 entries)
högtrycksbrytare αυτόματος διακόπτης ασφάλειας στην υψηλή πίεση
horisontell segregering οριζόντιος επαγγελματικός διαχωρισμός
horisontell segregering τομεακός διαχωρισμός
hörselskydd προστατευτικό μέσο της ακοής
hörselskydd ωτασπίδες
huva κουκούλα προστασίας της αναπνοής
huvudentreprenör ιδιοκτήτης κατασκευαζομένου δομικού έργου
huvudskydd προστατευτικό κεφαλής
i syfte att ha anställning με το σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασία
illegalt arbete παράνομη εργασία
inåtgående pendeltrafik επαγγελματική κυκλοφορία από τον τόπο εργασίας
inåtgående pendling επαγγελματική κυκλοφορία από τον τόπο εργασίας
indikatorvätska υγρό δειγματοληψίας
individuell arbetstid μεταβλητό ωράριο ανά βάρδια
individuellt tillpassad fallskärmssele ιμάντες σκελετού κορμού
inducerad sysselsättning δευτερογενής απασχόληση
inducerad sysselsättning συνεπαγόμενη απασχόληση
ingreppsskydd προστασία των ζωνών που παρουσιάζουν κινδύνους σφήνωσης
inkomst av arbete αποδοχές από την άσκηση δραστηριότητας
inmatningstempo ρυθμός τροφοδοσίας