DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Law (10741 entries)
ge sitt samtycke δίνω τη συγκατάθεσή μου
ge sitt samtycke συγκατατίθεμαι
ge sitt samtycke συναινώ
ge sitt tillstånd συναινώ
ge sitt tillstånd δίνω τη συγκατάθεσή μου
ge sitt tillstånd συγκατατίθεμαι
ge tillstånd χορηγώ άδεια
ge tillstånd παρέχω άδεια
ge undantag χρειάζομαι παρέκκλιση
gemensam aktion av flera regeringar διακυβερνητική δράση
gemensam åtgärd inom utrikes-och säkerhetspolitiken κοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας
gemensam behörighet κοινή αρμοδιότητα
gemensam förklaring κοινή δήλωση
gemensam försvarspolitik κοινή αμυντική πολιτική
gemensam institutionell ram ενιαίο θεσμικό πλαίσιο
gemensam ministeriell förordning κοινή υπουργική απόφαση
gemensam organisationsstruktur κοινή οργανωτική δομή
gemensam penning-och valutapolitik ενιαία νομισματική και συναλλαγματική πολιτική
Gemensam praktisk handledning Κοινός πρακτικός οδηγός για τα πρόσωπα που συμβάλλουν στη σύνταξη των νομοθετικών κειμένων στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων' κοινός πρακτικός οδηγός
gemensam rådgivande kommitté μεικτή συμβουλευτική επιτροπή