DictionaryForumContacts

   
B D E F G H K L M N P S T V Ä   <<  >>
Terms for subject Demography (147 entries)
möjligheter till inkvartering δυνατότητες στέγασης
nettoboendetäthet καθαρή πυκνότητα κατοίκησης
nettounderskott i bostäder καθαρό στεγαστικό έλλειμμα
pensionärsbostad κατοικίες για την τρίτη ηλικία
pensionärsbostad κατοικίες ηλικιωμένων
pensionsålder ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό οικονομικό βίο
pensionsålder ηλικία συνταξιοδοτήσεως
pensionsålder ηλικία συνταξιοδότησης
pensionsålder όριο ηλικίας συνταξιοδότησης
samägande ιδιοκτησία
samägande οριζόντια συνιδιοκτησία
samägande κάθετη συνιδιοκτησία
självägande αυτοδιαχείριση
småhusägare ιδιοκατοικών
spekulationsvinst κερδοσκοπικό όφελος
ställa en bostad till förfogande παρέχω στέγαση
ställa en bostad till förfogande θέτω στέγη στη διάθεση κάποιου
stängsel διαχωριστικός φράκτης
stängsel διαχωριστικόν ανάχωμα
statlig fastighetsbyrå κτηματολογική υπηρεσία