DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Finances (10624 entries)
Efterhandsfastställd räntekupong Εκ των υστέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο
efterhandsfastställd räntekupong εκ των υστέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο
efterkrigssituation µεταπολεµική κατάσταση
eftersändningsavgift τέλος περαιτέρω αποστολής
eftersläpande avskrivning καθυστερούμενη απόσβεση
eftersläpning καθυστερούμενη απόσβεση
efterställda räntebärande instrument utan fast löptid χρεωστικός τίτλος μειωμένης εξασφάλισης αορίστου χρόνου
eftertaxering αναδρομικός φόρος
eftertaxering συμπληρωματικός έλεγχος
EG-importlicens κοινοτική άδεια εισαγωγής
egen inkomst ατομικό εισόδημα
egen inkomst προσωπικό εισόδημα
egen kreditrisk ίδιος πιστωτικός κίνδυνος
egen position κατά κυριότητα κατεχόμενες θέσεις
egen värdepappershantering προσωπική διαχείριση χαρτοφυλακίου με παροχή συμβουλών
egendomsuppdelning κατανομή δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων
egenintresse έννομο συμφέρον
egetkapitalrelaterad garanti εγγύηση συμμετοχής στο κεφάλαιο
egna tillgångar ίδιοι πόροι
EIB-återflöden επανεισροές