DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Law (10741 entries)
del av löneanspråk som kan överlåtas τμήμα του μισθού που επιτρέπεται να εκχωρηθεί
del av lönefordran som inte är utmätningsbar μη κατασχετό τμήμα του μισθού
delad befogenhet συντρέχουσα αρμοδιότητα
delägare κάτοχοι εξ αδιαιρέτου
delägarskap προσωπική εταιρεία
delavtal μερική συμφωνία
delegation αντιπροσωπεία
delegation ανάθεση
delegering av ansvar εκχώρηση αρμοδιοτήτων
delegering av befogenheter μεταβίβαση αρμοδιοτήτων' μεταβίβαση εξουσίας' κύρια μεταβίβαση αρμοδιοτήτων
delegering av behörighet εκχώρηση αρμοδιοτήτων
delegering av behörighet μεταβίβαση εξουσιοδότησης
delegering av beslutanderätt εκχώρηση εξουσιών
delegering av kompetens εκχώρηση αρμοδιοτήτων
delegering av rättigheter υποκατάσταση στα δικαιώματα
delge ngn sina synpunkter εκθέτω τη γνώμη μου σε κάποιον
delgivning κλήση
delgivning κοινοποίηση/αναγγελία/ειδοποίηση
delgivning av rättsliga handlingar επίδοση των δικαστικών πράξεων
delikt αδίκημα