DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N P R S T U V W Y Ö   <<  >>
Terms for subject Energy industry (1034 entries)
distributionsledning διακλάδωση
driftspänning τάση χειρισμού
drivmedel καύσιμα μεταφορών
dubbel fälteffekttransistor διπλή κρυσταλλολυχνία με επίδραση πεδίου
effektfaktor συντελεστής θερμικής απόδοσης
effektförbrukning κατανάλωση ενέργειας
effektomvandlare εξοπλισμός μεταλλαγής ισχύος
egen energiproduktion ίδια παραγωγή ενέργειας
egenproducent αυτόνομος παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας
ekvivalent märkeffekt för en ångturbin i ett värmekraftverk ισοδύναμη ονομαστική ισχύς μιας ατμογεννήτριας ενός θερμικού σταθμού
eldningsfotogen μεσαίο μαζούτ
eldningsfotogen φωτιστικό πετρέλαιο
eldningsolja πετρέλαιο θέρμανσης
elektronisk bränsleinsprutningssystemet ηλεκτρovικό σύστημα έγχυσης καυσίμoυ
elektronisk växelströmsmätare för aktiv energi στατικός μετρητής ενεργού κατανάλωσης ενέργειας εναλλασσόμενου ρεύματος
elektronkanon εκτοξευτήρας ηλεκτρονίων
elektronstråle δέσμη ηλεκτρονίων
elektrotermisk särkring ηλεκτροθερμική ασφάλεια
elförsörjning παροχή ηλεκτρικού ρεύματος
elkonsumtion κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας