DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Forestry (3157 entries)
barr βελόνα
barrmassaved ξυλοπολτός κωνοφόρων
barrmassaved ξυλοπολτός από κωνοφόρα
barrträd κωνοφόρο
barrträdsvirke ξυλεία κωνοφόρων
bast εσωτερικός φλοιός
bäver κάστορας
beckasin μπεκατσίνι
begränsning όριο
bensindriven βενζινοκίνητο
bergtall πεύκη
bergtall ορεινή
beskaffenhet χαρακτήρας
beskaffenhet χαρακτηριστικό
beskära Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση
bestånd δασοσυστάδα
bestånd ομογενής δασοσυστάς
bestånd φυτεία δένδρων
bestånds- ποιότητα του τόπου
beståndsbeskrivning περιγραφή της δασοσυστάδας