DictionaryForumContacts

   
A B D E F G H I K L M N O P R S T U V Y   <<  >>
Terms for subject Employment (150 entries)
helgarbete εργασία το Σαββατοκύριακο
heltidsarbetare εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση
heltidsarbete πλήρης απασχόληση
hemarbete κατ' οίκον εργασία
huvudsyssla αμειβόμενη κύρια εργασία
inkomst αποδοχές
konferenstekniker τεχνικός συνεδριάσεων
konventionen angående avskaffande av tvångsarbete Σύμβαση για την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας
kroppsarbete χειρωνακτική εργασία
kvällsarbete βάρδια εκτός εργασίμων ωρών
lagstadgat krav νομική υποχρέωση
ledighet för dödsfall i familjen άδεια για οικογενειακούς λόγους
manskap κατώτερος ναυτικός' ναύτης
mänskliga resurser ανθρώπινο δυναμικό
mänskliga resurser ανθρώπινοι πόροι
marginellt arbete απασχόληση χαμηλών αποδοχών
maskinbefälsassistent βοηθός αξιωματικός μηχανής
monotona uppgifter μονότονη εργασία
nationell sysselsättningsplan εθνικό σχέδιο για την απασχόληση
nedskärning μείωση του προσωπικού