DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P R S T U V W Y   <<  >>
Terms for subject Finances (10624 entries)
bank τραπεζικός οργανισμός
Bank of Greece Τράπεζα της Ελλάδος
bank verksam i finansiellt centrum τράπεζα που αντλεί τα κεφάλαιά της από την εσωτερική και διεθνή χρηματαγορά
bank-och finanssektorn τραπεζικός και χρηματοπιστωτικός τομέας
bankaccept bankers acceptance
bankaccept γραμμάτιο τράπεζας
bankaccept συναλλαγματική με αποδοχή ή οπισθογράφηση τράπεζας
bankaccept τραπεζική συναλλαγματική
bankcheck τραπεζική επιταγή
banken skall genom att bevilja lån och garantier underlätta... η Tράπεζα διευκολύνει με την παροχή δανείων και εγγυήσεων...
bankgaranti γεωργικός δανειοδοτικός τίτλος
bankgaranti πιστοποιητικό αγροτικής πίστης
bankgaranti εγγύηση
bankgaranti τραπεζική εγγύηση
bankgaranti som säkerställer att en affär genomförs på ett tillfredsställande sätt εγγυητική επιστολή
bankgaranti som säkerställer att en affär genomförs på ett tillfredsställande sätt εγγύηση καλής εκτέλεσης
bankrekapitalisering ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
banksäkerhet τραπεζική εγγύηση
banksaldobekräftelse "υπόλοιπο"
banksaldobekräftelse βεβαίωση υπολοίπου τραπεζικού λογαριασμού