DictionaryForumContacts

   
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Chemistry (8595 entries)
basisk βασικός
basisk koboltkarbonat όξινο ανθρακικό κοβάλτιο
basisk oxid βασικό οξείδιο
basiskt ämne αλκαλική ένωση
basiskt färgämne βασική χρωστική
bassängkant επένδυση των άρκων της πισίνας
bättringsfärg χρώμα επισκευής
bättringsfärg χρώμα ρετουσαρίσματος
begränsat bränsle περιορισμένο στερεό καύσιμο
begränsning av exponering έλεγχος έκθεσης
begränsningsförfarande διαδικασία επιβολής περιορισμών
begynnande vitglöd εμφάνιση λευκού
begynnelsefel αρχικό ελάττωμα
begynnelsespänning αρχικό δυναμικό
Behållaren ska vara väl tillsluten. Να διατηρείται ο περιέκτης ερμητικά κλειστός.
behenamid βεχεναμίδιο
behöriga myndigheter för införande av Reach och CLP αρμόδιες αρχές για τους κανονισμούς REACH και CLP
Bekämpa branden på avstånd på grund av explosionsrisken. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης.
Bekämpa branden på vanligt sätt på behörigt avstånd. Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις και από εύλογη απόσταση.
bekämpningsmedel mot gnagare ποντικοφάρμακο