DictionaryForumContacts

   Estonian Greek
A BD E F G H I J K L MO PR S TV W X Y Z Ä Ö Ü Õ Š Ž   <<  >>
Terms for subject Forestry (1867 entries)
manööverduskang μοχλός χειρισμού
manuaalne χειροκίνητο
manuaalne εγχειρίδιο
manuaalne kännufrees μηχάνημα κοπής πρέμνων
manuaalne kännufrees χειροκίνητο πεζού χειριστή
marginaal περιθώριο
märgistama βάζω επισήμανση
märgistuslint ταινία σήμανσης
märgistussüsteem συστήματα σήμανσης
mari σαρκώδης καρπός
mari μούρο
markeerima καταμέτρηση
masin professionaalidele μηχανήματα βαρέος τύπου
masina jőudeolekuaeg χρόνος αδρανείας μηχανής
masinahooldus συντήρηση μηχανήματος
masinarent ενοικίαση μηχανήματος
masinate elektroonika ηλεκτρονικά οχήματος
masinatöö μηχανοποιημένη εργασία
meeter μέτρο
mehaaniline paberimass μηχανικός ξυλοπολτός