DictionaryForumContacts

   Estonian Greek
A B C D E F G H I J K L M NPR S TV W X Y Z Ä Ö Ü Õ Š Ž   <<  >>
Terms for subject Energy industry (290 entries)
kombineeritud energiasüsteem υβριδικό σύστημα ενέργειας
Kombineeritud tsükliga jõujaam&13 Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής συνδυασμένου κύκλου&13
kontrollpiirkond περιοχή ελέγχου
kontsentratsioonitegur συντελεστής συγκέντρωσης
koormuse reguleerimine διαχείριση φορτίου
koostootmine συμπαραγωγη (θερμοτητασ και ηλεκτρισμου)
koostootmine συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας
kriitiline võrguelement κρίσιμο στοιχείο δικτύου
külmaaine ψυκτικό ρευστό
külmutusagens ψυκτικό ρευστό
kuluoptimaalne tase βέλτιστο από πλευράς κόστους επίπεδο
kulutõhus tase βέλτιστο από πλευράς κόστους επίπεδο
kümneaastane võrgu arengukava δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης δικτύων
kütteostuvõimetus ενεργειακή πενία
kütteostuvõimetus ενεργειακή φτώχεια
kütuseelement κυψέλη καυσίμου
kütuseelement στήλη καυσίμου
kütuseelement στοιχείο καυσίμου
kvestorite kogu Σώμα των Κοσμητόρων
Läänemere energiaturu ühendamise tegevuskava σχέδιο διασύνδεσης των αγορών ενέργειας της περιοχής της Βαλτικής