Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14482 entries)
koopkrachtverlies
απώλεια της αγοραστικής δύναμης
koopprijs
τιμή αγοράς
koopvaardijvloot
εμπορικός στόλος
koper
χαλκός
koper van het bestaande goed
αγοραστής των υφιστάμενων αγαθών
koperskrediet
πίστωση σε αγοραστές
koppelprodukt
κοινό υποπροϊόν
Koroška
Koroška
kort geding
ασφαλιστικά μέτρα
korte golf
βραχύ κύμα
korte periode
βραχυχρόνια περίοδος
korte termijn
βραχυχρόνια περίοδος
kortetermijnindicator
βραχυπρόθεσμος δείκτης
kortingwinkel
κατάστημα εκπτώσεων
kortlopend krediet
βραχυπρόθεσμη πίστωση
kortlopend krediet tussen ingezetenen
βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων
kortlopend krediet tussen ingezetenen en niet-ingezetenen
βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων
kortlopende waardepapieren
γραμμάτια και βραχυπρόθεσμες ομολογίες
kortlopende waardepapieren die niet verhandelbaar zijn
βραχυπρόθεσμοι τίτλοι καταθέσεων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι
Kosovo
Κοσσυφοπέδιο
Get short URL