Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Insurance
(2778 entries)
actieve verzekerde
ασφαλισμένος που είναι οικονομικά ενεργός
activa van de wiskundige voorzieningen
τεχνικά αποθεματικά
(Deckungsstockwerten)
actuariëel regeringsdepartement
κυβερνητική αναλογιστική υπηρεσία
administratiekosten in verband met de behandeling van aanvragen en het opstellen van polissen
διοικητικά έξοδα που αφορούν την επεξεργασία των προτάσεων και την έκδοση ασφαλιστηρίων
(συμβολαίων)
advance payment bond
εγγύηση προς κάποιον ο οποίος δίνει προκαταβολή
adviserende raadscommissie voor privaat-verzekering
συμβουλευτική επιτροπή για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις
afbraakwaarde
αξία κατεδαφισθέντων υλικών
afdeling
τμήμα
afgegeven herverzekering
εκχώρηση αντασφάλισης
afgekochte lijfrente
αγορασθείσα πρόσοδος ζωής
afkoelingsperiode
προθεσμία υπαναχώρησης ;περίοδος αναμονής ; περίοδος ηρεμίας ; οιονεί προθεσμία προσπάθειας συνδιαλλαγής
afkoop van de deelnemingen in de winst
εξαγορά επιδομάτων
afkopen van het pensioen
εξαγορά χρόνου ασφάλισης
afloop van de verzekering
λήξη ταξιδιού
aflopen van een pensioen
παραγραφή συνταξιοδοτικού δικαιώματος
afnemer
αγοραστής
afnemer
ο αποκτών
afnemer
παραλήπτης
afsluiting van een aanwervingscontract
σύναψη μίας σύμβασης
afsluitprovisie
προμήθεια είσπραξης ασφαλίστρων
Get short URL