Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
Ï Ë
<<
>>
Terms for subject
Labor law
(3674 entries)
g-pak met watervulling
υδατοστολή αντι-g
galerijstutter
ξυλοδέτης υπογείων στοών
galvaniseerder
γαλβανοπλάστης με ηλεκτρόλυση
galvaniseur
γαλβανοπλάστης με ηλεκτρόλυση
galvanoplast
γαλβανιστής
galvanoplastiekmaker
γαλβανιστής
galvanowerker
γαλβανιστής
garderobejuffrouw
υπάλληλος γκαρνταρόμπας
garen-en weefselverver
βαφέας νημάτων-υφασμάτων
garneerder
διακοσμητής αγγειοπλστικής με κολλάρισμα
garneerder
κατασκευαστής ταπετσαριών
gas voor fumigatiedoeleinden
αέριο που χρησιμοποιείται για υποκαπνισμό
gasbril
ειδικά ερμητικά γυαλιά προστασίας
geacht worden van het verbod te zijn vrijgesteld
θεωρείται ότι εξαιρείται από την απαγόρευση
gebintenmaker in staal
τεχνίτης μεταλλικών κατασκευών στο εργαστήριο
gebintenmaker-monteur
λευκοσιδηρουργός ναυπηγικής βιομηχανίας
gebodsteken
σήμανση που υποδηλώνει υποχρέωση
gebonden tijd
περιορισμένος χρόνος
gebruik in explosieve omgeving
χρήση σε περιβάλλον επικίνδυνο για έκρηξη
gebruik van arbeidsmiddelen
χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας
Get short URL