DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z Ï Ë   <<  >>
Terms for subject Law (13807 entries)
bedreiging van de openbare orde κίνδυνος για τη δημόσια τάξη
bedreiging van de openbare orde απειλή για τη δημόσια τάξη
bedreiging van het leven προσβολή της ζωής
bedriegelijke handeling δόλιες ενέργειες
bedriegelijke handeling δόλιοι χειρισμοί
bedrieglijke asielaanvraag αίτηση ασύλου βάσει ψευδών στοιχείων
bedrieglijke asielaanvraag αίτηση ασύλου που υποβάλλεται καταχρηστικά ή με δόλο
bedrijf met staatsdeelneming εταιρεία με κρατική συμμετοχή
bedrijf waarin één of enkele aandeelhouders een meerderheidsparticipatie hebben κατοχή του μετοχικού κεφαλαίου από μικρό αριθμό μετόχων
bedrijfs-WA-verzekering ασφάλεια έναντι της αστικής ευθύνης της επιχειρήσεως
bedrijfscoalitie συνασπισμός
bedrijfsdoel κοινωνικό αντικείμενο
bedrijfseconomisch toezicht op kredietinstellingen en andere financiële instellingen προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων
bedrijfsgeheim επιχειρηματικό μυστικό
bedrijfsgeheim εχεμύθεια καθηκόντων
bedrijfsgeheim βιομηχανικό απόρρητο
bedrijfsgeheim εμπορικό απόρρητο
bedrijfsgeheim επαγγελματικό απόρρητο
bedrijfshoofd κάτοχος εκμετάλλευσης
bedrijfsruimte θέση των εγκαταστάσεων