DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z   <<  >>
Terms for subject Economy (14176 entries)
imballarsi υπερεπιταχύνομαι
imballo del motore υπερεπιτάχυνση
imbarcazione da diporto σκάφος αναψυχής
immettere να εισαχθεί
immettere να επιτραπεί η εισαγωγή
immissione in consumo θέση σε ανάλωση
immobilizzazione di liquidità temporaneamente non impiegata προσωρινή ακινητοποίηση των ρευστών κεφαλαίων που δεν χρησιμοποιούνται
immobilizzazioni πάγιο κεφάλαιο
immobilizzazioni πάγια περιουσιακά στοιχεία
immobilizzazioni πάγιες εγκαταστάσει
immobilizzazioni πάγιο ενεργητικό
immobilizzazioni immateriali άϋλα πάγια στοιχεία
immobilizzazioni materiali ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία' υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία
impatto ambientale επίπτωση στο περιβάλλον
impatto dell'informatica αντίκτυπος της πληροφορικής
impatto pubblicitario διαφημιστική απήχηση
impatto settoriale τομεακές επιπτώσεις
impatto sociale κοινωνικός αντίκτυπος
impatto socioeconomico κοινωνικο-οικονομική επίπτωση
impennata inflazionistica πληθωριστικές πιέσεις