Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14176 entries)
il prestatore puo',per l'esecuzione della sua prestazione
εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται για την εκτέλεση αυτής...
il prezzo è maggiorato in proporzione all'eventuale aumento del prezzo comune
η τιμή αυξάνεται ανάλογα προς την ενδεχόμενη αύξηση της κοινής τιμής
il prezzo pagato dal consumatore
η τιμή η καταβαλλομένη από τον καταναλωτή
il raffronto delle loro politiche agricole
η σύγκριση της γεωργικής πολιτικής τους
il regime nazionale
το εθνικό καθεστώς
il sito delle imprese produttirci
ο τόπος παραγωγής
il valore totale delle produzioni di carbone e d'acciaio della Comunità
η ολική αξία της παραγωγής άνθρακος και χάλυβος της Kοινότητος
il volume d'affari medio giornaliero
μέσος ημερήσιος κύκλος εργασιών
illustrazione grafica
εικονογράφηση
imballamento
υπερβολική αύξηση των στροφών του κινητήρα
imballamento
υπερεπιτάχυνση
imballarsi
υπερεπιταχύνομαι
imballo del motore
υπερεπιτάχυνση
imbarcazione da diporto
σκάφος αναψυχής
immettere
να εισαχθεί
immettere
να επιτραπεί η εισαγωγή
immissione in consumo
θέση σε ανάλωση
immobilizzazione di liquidità temporaneamente non impiegata
προσωρινή ακινητοποίηση των ρευστών κεφαλαίων που δεν χρησιμοποιούνται
immobilizzazioni
πάγιο κεφάλαιο
immobilizzazioni
πάγια περιουσιακά στοιχεία
Get short URL