DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Economy (14176 entries)
fattore immateriale άυλος παράγων
fattore naturale φυσικός συντελεστής
fattore produttivo συντελεστής παραγωγής
fattore produttivo importato εισαγόμενος συντελεστής παραγωγής
fattore produttivo incorporato συντελεστής παραγωγής φυσικώς ενσωματωμένος
fattore produttivo nazionale συντελεστής παραγωγής από την εγχώριο αγορά
fattore variabile μεταβλητός συντελεστής
fattori di aggiustamento temporale συντελεστές χρονικής διόρθωσης
fattori di produzione μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα
fattoria collettiva αγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης
fattoria pilota πρότυπο αγρόκτημα
fatturato totale συνολικός κύκλος εργασιών
fatturazione τιμολόγηση
favorendo talune imprese o talune produzioni δια της ευνο2bκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής
favorevole alla creazione di posti di lavoro ευνοϊκός για την απασχόληση
favorire le capacità imprenditoriali dei futuri diplomati καλλιεργώ το επιχειρηματικό πνεύμα των μελλοντικών αποφοίτων
favorire un turismo che non distrugga υποστήριξη ενός τουρισμού που δεν βλάπτει τη φύση
FEAGA ΕΓΤΕ
FEAOG ΕΓΤΠΕ
FEAOG garanzia ΕΓΤΠΕ-τμήμα Εγγυήσεων