DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Industry (19691 entries)
bolloso λεπιώδης
bolt μπολτ
bombatura λόξεμα
bombatura φούσκωμα
bombola δοχείο από σίδηρο
bombole per gas in alluminio non legato o in lega di alluminio non saldate φιάλες αερίων κατασκευασμένες χωρίς συγκόλληση από ένα και μόνο κομμάτι κεκραμένου ή μη αλουμινίου
bonnet-wool μαλλί μπόνετ
borchia διακοσμητικό καρφί καλαποδιού
borchia κυκλική μεταλλική γαρνιτούρα καλαποδιού
borchia κρίκος συνδέσεως
bordare βάζω μπορντούρα
bordare κορδελιάζω
bordare ρελιάζω
bordatore εργαζόμενος στο ρέλιασμα
bordatrice μηχανή για ρέλι
bordatrice μηχανή ρελιάσματος
bordatrice μαχαίρι
bordatrice μηχανή ξακρίσματος φύλλων
bordatrice per materassi βελονομηχανή σταθεροποίησης στρωμάτων
bordatura μπορντούρα