DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C DF G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Law (14200 entries)
accantonamento per i regimi pensionistici dei dipendenti πρόβλεψη για τις συντάξεις των μισθωτών
accantonamento sottoposto ad esenzione fiscale πρόβλεψη που απαλλάσσεται της φορολογίας
accertamenti έλεγχοι
accertamento καθορισμός φόρου
accertamento d'ufficio di determinati fatti διατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών αυτεπαγγέλτως
accertamento dei documenti da parte del vettore έλεγχος ταξιδιωτικών εγγράφων από τον μεταφορέα
accertamento dei fatti διαπίστωση γεγονότων
accertamento dell'individualità εκτίμηση της ατομικότητας
accertamento di determinati fatti su richiesta delle parti διατάσσω την απόδειξη ορισμένων περιστατικών κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων
accertamento di validità εκτίμηση του κύρους
accertare il carattere illecito di questa concentrazione διαπιστώνει τον παράνομο χαρακτήρα της συγκεντρώσεως αυτής
accertare la violazione αναγνωρίζω την παράβαση
accertare una violazione ζητώ την αναγνώριση παραβάσεως
accertato προσδιορισμένο
accesso a un diritto απόκτηση δικαιώματος
accesso ai tribunali προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου
accesso al fascicolo πρόσβαση στο φάκελο
accesso al fascicolo della Commissione πρόσβαση στο φάκελο της Επιτροπής
accesso alla giustizia προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου
accesso alle sperimentazioni di coltura επιθεώρηση της καλλιέργειας των ποικιλιών