DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Economy (14176 entries)
energia mareomotrice ενέργεια από την παλίρροια
energia nominale ονομαστική ενέργεια
energia nominale ονομαστική παραγωγή
energia rinnovabile ανανεώσιμη ενέργεια
ente del governo centrale όργανο κεντρικής κυβέρνησης
ente di pubblica utilità οργανισμός κοινής ωφελείας
ente locale οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης
ente o sistema internazionale διεθνής οργανισμός ή σύστημα
ente o sistema regionale περιφερειακός οργανισμός ή σύστημα
ente per le ispezioni pre-imbarco φορέας ελέγχου πριν από την αποστολή
ente pubblico δημόσιος οργανισμός
ente pubblico locale όργανο τοπικής διοίκησης
ente pubblico subordinato al governo centrale φορέας του δημοσίου υπαγόμενος στην κεντρική κυβέρνηση
ente pubblico territoriale οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού
ente regionale οργανισμός περιφερειακής διοίκησης
entità economica οικονομική μονάδα
entità economica individuale ενιαία οικονομική μονάδα
entità strutturata δομημένη οντότητα
entità strutturata non consolidata μη ενοποιημένη δομημένη οντότητα
entrata έσοδα