DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F GIK L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Energy industry (1918 entries)
motore eolico κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου
motore solare κινητήρας με ηλιακή θερμική ενέργεια
motore solare θερμικóς ηλιακóς κινητήρας
nafta νάφθα
nitrile acrilico ακρυλονιτρίλιο
nodo principale di terra κύριος ακροδέκτης γείωσης
norme fondamentali βασικοί κανόνες
numero di cetano δείκτης κετανίου
nuovo programma di trasporto επανορισμός
nuovo programma di trasporto επαναδήλωση
obbligo in materia di energie rinnovabili υποχρέωση χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας
officina del gas εργοστάσιο παραγωγής αερίου
officina del gas εργοστάσιο αερίου
officine del gas εργοστάσιο παραγωγής αερίου,διανομή αερίου
oleodotto per il trasporto del greggio αγωγός μεταφοράς αργού πετρελαίου
olio combustibile πετρέλαιο θέρμανσης
olio combustibile denso βαρύ μαζούτ
olio combustibile denso μαζούτ' βαρύ πετρέλαιο; βαρύ μαζούτ
olio combustibile domestico ελαφρό μαζούτ
olio combustibile fluido ελαφρό μαζούτ