DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F GI J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Mechanic engineering (17195 entries)
isolante in lastre μονωτικό υλικό σε πλάκες
isolante in materassini μονωτικό υλικό από εύκαμπτη ύλη σε ρολό
isolante in materassini μονωτικό υλικό τύπου τάπητα
isolante in pannelli μονωτικό υλικό σε πλάκες
isolante in polvere μονωτικό υλικό σε σκόνη
isolante incoerente μονωτικό υλικό επιγόμωσης
isolante multistrati μονωτικό πολλαπλών στρώσεων
isolante stipato μονωτικό υλικό επιγόμωσης
isolare μονώνω
isolato μεμονωμένος
istantaneo con smorzatore ad olio μηχανισμός αρπάγης ακαριαίας ακινητοποιήσεως με υδραυλική απόσβεση κραδασμών
istruzioni di esercizio οδηγίες λειτουργίες
istruzioni di esercizio οδηγίες χειρισμού
istruzioni di manutenzione οδηγίες λειτουργίας
istruzioni di manutenzione οδηγίες συντήρησης
istruzioni di servizio εγχειρίδιο οδηγιών χειρισμού
istruzioni di servizio βιβλίο οδηγιών
istruzioni di servizio βιβλίο χειρισμού
istruzioni di servizio βιβλίο χειριστή
jack telefonico φις τηλεφώνου