Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y
Z
À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ
<<
>>
Terms for subject
International trade
(430 entries)
marchio di servizio
σήμα υπηρεσιών
MAS non associata ai prodotti
ΑΜΕ μη συγκεκριμένη για κάθε προϊόν
MAS totale
συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων; συνολική ΑΜΕ
materia prima primaria
πρωτογενής πρώτη ύλη
membro del panel
εκπρόσωπος
mercato unico del digitale
ενιαία ηλεκτρονική αγορά
merci che violano un diritto di proprietà intellettuale
προϊόν που συνδέεται με την παράνομη εκμετάλλευση δικαιώματος δημιουργού
metodo di calcolo della MAS
μεθοδολογία ΑΜΕ
Millennium Round
Γύρος της Χιλιετίας
mischia binaria di fibre tessili
διμερές μείγμα ινών
misura aggregata di sostegno
συνολικό μέτρο στήριξης
misura aggregata di sostegno totale
συνολική αθροιστική μέτρηση ενισχύσεων; συνολική ΑΜΕ
misura compensativa
μέτρο κατά των επιδοτήσεων
misura di compensazione
μέτρο κατά των επιδοτήσεων
misura di compensazione
αντισταθμιστικό μέτρο
misura una tantum e non ricorrente
μέτρο που εφαρμόζεται άπαξ και δεν πρόκειται να επαναληφθεί
misure di salvaguardia in situazioni di emergenza
επείγοντα μέτρα διασφάλισης
misure urgenti concernenti l'importazione di prodotti particolari
έκτακτα μέτρα για τις εισαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων
modello di convenzione contro la doppia imposizione
Μοντέλο σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου
modello di convenzione fiscale dell'OCSE
Μοντέλο σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σχετικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου
Get short URL