DictionaryForumContacts

   Italian Greek
A B C D E F GI JL M N O P Q R S T U VXZ À É È Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3182 entries)
frase S φράση S
fresatore meccanico φρεζαδόρος
frontaliero μεθοριακός εργαζόμενος
frontaliero παραμεθόριος εργαζόμενος
fucinatore σιδεράς
fucinatore a mano κατασκευαστής διακοσμήσεων από σίδερο
fucinatore al maglio εκτυπωτής αναγλύφων επί μετάλλου
funzionario addetto all'ufficio per l'orientamento e la formazione professionale dei lavoratori υπάλληλος υπεύθυνος για θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού
funzionario assegnato secondo un sistema di rotazione υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σύμφωνα με το εκ περιτροπής σύστημα
funzionario dispensato dall'impiego υπάλληλος που έχει στερηθεί με τον τρόπο αυτό της θέσεως του
funzione tipo θέση τύπος
fuochino πυροδότης
fuochista di fornace a cemento κλιβανιστής τσιμέντου
galvanostegista γαλβανοπλάστης με ηλεκτρόλυση
galvanotipista γαλβανιστής
gancio σύνδεσμος
gancio di sicurezza γάντζος ασφαλείας
gancio di sicurezza καστάνια ασφαλείας
garantire il regolare esercizio dell'attività παρέχω εχέγγυα για την περαιτέρω νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας
garanzia d'alimentazione in ossigeno εγγύηση τροφοδότησης σε οξυγόνο