Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Italian
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W X Y
Z
À É
È
Î Ì Í Ó Ò Ú Ù ʃ ʒ
<<
>>
Terms for subject
Law
(14200 entries)
duomo
αιχμή
duopolio
διπώλιο
duopolio
δυοπώλιο
durata degli effetti del brevetto
διάρκεια ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας
durata dei contratti
διάρκεια των συμβάσεων
durata del contratto collettivo
διάρκεια συλλογικής σύμβασης εργασίας
durata del matrimonio
διάρκεια γάμου
durata della registrazione
διάρκεια της καταχώρησης
durata di applicazione
διάρκεια εφαρμογής
durata di protezione
διάρκεια προστασίας
durata minima legale delle ferie
ελάχιστη διάρκεια της άδειας όπως ορίζεται με νόμο
è conforme al tipo ...
είναι σύμφωνος
(η,ο)
προς τον τύπο
è deferita la questione alla Corte
προσάγω την υπόθεση στο δικαστήριο
e le altre persone giuridiche contemplate dal diritto pubblico o privato
και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου
e'trascorso un termine di quattro anni dal deposito della domanda di brevetto
έχει παρέλθει προθεσμία τεσσάρων ετών από της καταθέσεως της αιτήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας
e-Justice
eJustice
e-Justice
ηλεκτρονική δικαιοσύνη
eccedenza
υπεραντιστάθμιση
eccepire
προβάλλω τον ισχυρισμό
eccepire l'incompetenza di un giudice
δεν αναγνωρίζω τη δικαιοδοσία δικαστηρίου
Get short URL